Μόρφου: Η πόλη που ανθίζει στη μνήμη και πονά στην καρδιά - 51 χρόνια από τον Δεύτερο Αττίλα
Σήμερα, η Μόρφου βρίσκεται υπό τον έλεγχο των κατοχικών αρχών και έχει αλλάξει δραματικά όψη. Πολλά από τα ελληνικά σπίτια κατοικούνται από Τουρκοκύπριους και έποικους από την Τουρκία, ενώ τα περισσότερα μνημεία και εκκλησίες έχουν εγκαταλειφθεί.

Στις 14 Αυγούστου 1974, μόλις τρεις εβδομάδες μετά την πρώτη εισβολή, ο τουρκικός στρατός εξαπέλυσε τη δεύτερη και πιο καταστροφική φάση της επιχείρησης που έμεινε γνωστή ως Δεύτερος Αττίλας. Παρά τις συνομιλίες και τις ελπίδες για ειρηνική επίλυση, οι δυνάμεις εισβολής προχώρησαν βαθιά στο νησί, καταλαμβάνοντας το 37% της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η προέλαση προς Αμμόχωστο και Μόρφου
Με ισχυρή υποστήριξη αρμάτων μάχης και αεροπορίας, οι τουρκικές δυνάμεις κινήθηκαν σε δύο κατευθύνσεις: ανατολικά προς Αμμόχωστο και δυτικά προς Μόρφου. Μέσα σε τρεις ημέρες, έως το απόγευμα της 16ης Αυγούστου, κατέλαβαν κρίσιμες περιοχές, συμπεριλαμβανομένων της Αμμοχώστου και της Μόρφου, διαμορφώνοντας τη γραμμή «Αττίλα» που χωρίζει μέχρι σήμερα το νησί.
Ανάμεσα στις πόλεις που βίωσαν τη φρίκη εκείνων των ημερών ήταν και η Μόρφου, η εύφορη καρδιά της Μεσαορίας. Γνωστή για τις πορτοκαλιές της, την καλλιέργεια εσπεριδοειδών και την ευημερία της, η Μόρφου ήταν μια ζωντανή κοινότητα με σχολεία, εκκλησίες, γιορτές και παραδόσεις. Όμως, εκείνον τον Αύγουστο, όλα σταμάτησαν.
Οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους μέσα σε λίγες ώρες, παίρνοντας μαζί μόνο ό,τι μπορούσαν να κουβαλήσουν. Άφησαν πίσω κτήματα, περιουσίες, αγαπημένα πρόσωπα, ακόμη και τα κλειδιά των σπιτιών του, κλειδιά που πολλοί κρατούν ακόμη σαν φυλαχτό, ελπίζοντας στην επιστροφή. Η Μόρφου, όπως και πολλές άλλες περιοχές του βόρειου τμήματος του νησιού, έμεινε έκτοτε υπό τουρκική κατοχή.
Η απώλεια της πόλης δεν ήταν μόνο γεωγραφική ή οικονομική, ήταν βαθιά ανθρώπινη και πολιτιστική. Οι εκκλησίες σιώπησαν, τα σχολεία έκλεισαν, και η ζωή που κάποτε κυλούσε με ρυθμό εποχών και γιορτών πάγωσε στον χρόνο.
Από τη Σπάρτη έως την πορτοκαλιά : Μια ιστορία που επιμένει
Σύμφωνα με τους ιστορικούς, η Μόρφου ιδρύθηκε τον 8ο αιώνα π.Χ. από Σπαρτιάτες οι οποίοι εισήγαγαν στη νήσο τη λατρεία της θεάς Αφροδίτης ως «Μορφώ». Το όνομα της πόλη, Μόρφου ή Θεομόρφο, πιθανόν συνδέεται με τον πρώτο της κάτοικο, με το όνομα Θεόμορφος, και αποτυπώθηκε σε μεσαιωνικά κείμενα
Κατά τη Μεσαιωνική περίοδο, η Μόρφου γνώρισε σημαντική άνθηση: λειτούργησαν σχολεία (δημοτικό, οικονομικών επιστημών και διδασκαλίας), πολιτιστικοί σύλλογοι και μια ισχυρή πολιτιστική ζωή. Το 1932 ιδρύθηκε ο αθλητικός σύλλογος Διγενής Μόρφου, ενώ η πόλη είχε ακόμα τρεις ενορίες: Αγίου Μάμα, Αγίου Γεωργίου και Αγίας Παρασκευής.
Η γεωργία έπαιξε καθοριστικό ρόλο: κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μέχρι το 1974, η Μόρφου ήταν το πρωτεύον κέντρο παραγωγής εσπεριδοειδών της Κύπρου. Η φήμη της ήταν συνυφασμένη με την πορτοκαλιά, με την οποία γιόρταζε ανελλιπώς στο ετήσιο Φεστιβάλ Πορτοκαλιού.
Το 1974 σηματοδότησε την οριστική αλλαγή. Η πόλη, μέχρι τότε πλειονεκτικά ελληνοκυπριακή, εκκενώθηκε και καταλήφθηκε στο πλαίσιο της επιχείρησης «Δεύτερος Αττίλας». Σήμερα, η Μόρφου ανήκει διοικητικά στη de facto Βόρεια Κύπρο και κατοικείται από Τουρκοκύπριους , συμπεριλαμβανομένων εσωτερικά εκτοπισμένων από τον νότο μετά το 1974.
Παρόλη τη βίαιη διακοπή της ελληνικής παρουσίας, η πόλη συνέχισε να διατηρεί πολιτιστικά στοιχεία: η εκκλησία του Αγίου Μάμα μετατράπηκε σε μουσείο εικόνας και, μαζί με το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας και Αρχαιολογίας, αποτελούν σημεία πολιτιστικής μνήμης.
Σήμερα, η Μόρφου, γνωστή πλέον και ως Güzelyurt («όμορφη πατρίδα»), αφηγείται μια ιστορία διττή: κατεχόμενη σήμερα, αλλά πολιτιστικά ζωντανή και παραγωγικά ενεργή, με γεωργία, πανεπιστημιακές δραστηριότητες, φεστιβάλ και εκδηλώσεις που, έστω με άλλο χαρακτήρα, συνεχίζουν να την κάνουν πολύμορφη.
Η Μόρφου σήμερα
Σήμερα, η Μόρφου βρίσκεται υπό τον έλεγχο των κατοχικών αρχών και έχει αλλάξει δραματικά όψη. Πολλά από τα ελληνικά σπίτια κατοικούνται από Τουρκοκύπριους και έποικους από την Τουρκία, ενώ τα περισσότερα μνημεία και εκκλησίες έχουν εγκαταλειφθεί ή αλλοιωθεί. Οι άλλοτε ανθισμένοι πορτοκαλεώνες συνεχίζουν να καλλιεργούνται, αλλά η γη δεν ανήκει πια στους νόμιμους ιδιοκτήτες της. Πολυτελή ξενοδοχεία ξεπηδούν στον κόλπο της Μόρφου, προσκαλώντας τουρίστες να βρεθούν στο νησί.
Το κέντρο της πόλης φέρει εμφανή σημάδια εγκατάλειψης, με παλιά κτίρια που μαρτυρούν την ιστορία τους μέσα από ρωγμές και φθορές. Ορισμένες εκκλησίες έχουν μετατραπεί σε αποθήκες ή χρησιμοποιούνται για άλλους σκοπούς, ενώ τα ελληνικά ονόματα των δρόμων έχουν αντικατασταθεί. Παρά την αλλοίωση, η Μόρφου κρατά ακόμη την ατμόσφαιρα μιας πόλης που θυμάται το παρελθόν της, σαν να περιμένει την επιστροφή των ανθρώπων της.
Πενήντα ένα χρόνια μετά, οι Ελληνοκύπριοι περνούν το οδόφραγμα του Αστρομερίτη με καρδιά που βαραίνει σαν μολύβι. Το βλέμμα τους καρφώνεται στον δρόμο που οδηγεί στη Μόρφου και στα χωριά της , τόποι που τους ανήκουν στη μνήμη, αλλά όχι στην πραγματικότητα. Κάθε βήμα είναι μια αναμέτρηση με τον χρόνο· το χώμα που πατούν είναι το ίδιο που πάτησαν οι παππούδες τους, οι πέτρες στις αυλές κουβαλούν τα γέλια των παιδιών που έπαιζαν εκεί πριν το ’74. Στέκονται μπροστά στις εκκλησίες, όσες δεν έχουν μετατραπεί σε τζαμί, ανάβουν κερί, προσκυνούν όχι μόνο την εικόνα αλλά και την ίδια τη γη. Αγγίζουν τους τοίχους των σπιτιών τους, τώρα ξένων, και αφήνουν το χέρι τους λίγο παραπάνω, σαν να προσπαθούν να τραβήξουν πίσω μέσα τους όσα τους στέρησαν. Κι ύστερα, πριν γυρίσουν, μένουν για λίγο ακίνητοι· να θυμηθούν, να γεμίσουν μνήμες, να πάρουν δύναμη μέχρι την επόμενη φορά.
Μέχρι σήμερα, η Μόρφου παραμένει σύμβολο μνήμης και διεκδίκησης. Κάθε χρόνο, στις αντικατοχικές εκδηλώσεις, χιλιάδες άνθρωποι ενώνουν τη φωνή τους, ζητώντας επιστροφή και δικαίωση. Γιατί για τους εκτοπισμένους, η Μόρφου δεν είναι απλώς μια χαμένη πατρίδα , είναι μια υπόσχεση που δεν ξεχνούν: ότι κάποτε θα περπατήσουν ξανά στους δρόμους της ελεύθεροι.